Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Το ρετρό του καλοκαιριού-Μερος πρώτο


Όταν ήμουν πολύ μικρή μέναμε στο κεντρο,σ'ένα στενό πανω απ'την Αγίου Δημητρίου,στη Μοιράρχου Κουφίτσα που ήμουν σίγουρη πως ήταν μια άλλη,λιγότερο διαδεδομένη,ονομασία για την κοκκινοσκουφίτσα,μονο για τους μυημένους.
Το ένα μπαλκόνι έβλεπε στην αυλή του σχολείου μου,και τ'άλλο έβλεπε στην απέναντι πολυκατοικία που είχε απόσταση αναπνοής απ'τη δική μας. Το στενό ήταν πολύ στενό,δεν περνουσαν αυτοκινητα.
Μετα το τέλος του σχολείου,οι ένοικοι της απέναντι πολυκατοικίας την κοπανουσαν,
η Ελενίτσα που στο μπαλκονι της είχαν γαλάζιες πηλινες γλάστρες μου ανακοινωνε με στομφο πως "πανε στη θάλασσα" κι εγω κοιτουσα τις ετοιμασίες απ'το δικό μας μπαλκόνι,γνωρίζοντας πως οι δικές μας διακοπες θα αργουσαν.
Εμείς δεν είχαμε εξοχικό,ουτε ήταν οι γονείς μου δημόσιοι υπάλληλοι να την κοπανουν μηνα και βάλε...
Καμιά φορά πηγαίναμε στο χωριό και ουτε που θυμάμαι ποσο μέναμε,αν ήμασταν όλοι μαζί,αν ήμασταν η μαμά και τα παιδια κι ο μπαμπας έμενε στη δουλεια ή αν η μαμα με άφηνε καμια φορά και μόνη στη θεια τη Βαγγελή και γύριζε κι αυτή να δουλεψει...
Στο χωριο ήταν πολύ ωραία. Ειχαμε ένα τεράστιο σοι απο νέους ανθρώπους κι εγω προσωπικά είχα πολλα ξαδέρφια που στην πραγματικότητα ήταν θειοι μου-δεν παρέλειπαν να μου το θυμίζουν,όποτε θέλαν να με πειράξουν,αλλά ποτε δε με πειραζε γιατί ήταν όλοι πολύ ωραία τυπάκια.Όλοι τελείως διαφορετικοι.Ο Φωτης,ο άλλος Φωτης,η Χριστινα,η Βιβη κι εγω κατα φθίνουσα σειρά ηλικιας με ενα χρονο διαφορα ο ένας απο τον άλλο.
Καμια φορά ήμασταν όλοι μαζί ή πάλι εγω γυρνουσα κι όποιον έβρισκα.
Τους έβρισκα περνώντας αναμεσα απο θειές και θειους και γιαγιάδες και παππουδες κι άσχετους χωριανους που με ρωτουσαν ¨τίνους είσι ισυ;"
Στο τέλος της διαμονής προσάρμοζα την ομιλία και το φρασεολόγιο ουτως ώστε να'μαι κατανοητη και ήξερα να μιλάω ¨πολιτικά" ή "χωριάτικα" αναλόγως την περίσταση.
Άλλα καλοκαίρια πάλι περνουσαμε τις διακοπές φιλοξενουμενοι εγω,η Λίνα κι η μαμά στα εξοχικά φίλων,στο αυθαιρετο της Στέλλας και του Βαγγέλη στην Καλλικράτεια με την Αλέκα και τη Βούλα ή στην Ποτίδαια με την Έλσα και τη Ρένα,ή στην Ασπροβάλτα στους Μυλαράκηδες με τη Βάνα.
Σ'όλες αυτές τις διακοπες ίσχυε ένα καθιερωμένο τοτε σχήμα,οι μαμαδες με τα παιδια μόνο και γκεστ σταρ οι μπαμπαδες κάθε Σαββατοκύριακο.
Δεν ήταν κι άσχημα,μονο που η μαμά μάλλον θα αισθανόταν υποχρεωμένη και το καταλάβαινα πως δεν πρέπει να ζηταω πολλά πολλά ή να κατεβαζω μουτρα.
Δε θυμαμαι πια αν ήταν πολλά ή λίγα τα καλοκαίρια,πολλές ή λίγες οι μέρες,η θάλασσα δεν ήταν και πολύ ωραία,ιδίως στην Ασπροβάλτα ειχε πολύ κυμα,αλλά στην Ασπροβάλτα ειχε και βατράχια στον κήπο και τα κυνηγουσαμε κι η Μυλαρακαινα ήταν τρελή και είχε πλάκα και θυμαμαι τη μαμά να γελάει,να ξεκαρδίζεται και η Βανα ήταν πάντα η Βάνα που έμενε στην ίδια πολυκατοικία και ήμασταν οι καλύτερες φίλες και πηγαιναμε μαζί καθε μερα στην ιδια τάξη στο ίδιο σχολείο που ήταν κάτω απ΄το σπίτι μας.
Μετά που μεγάλωσα οι πρώτες διακοπες μόνη μετα τη δευτερη χρονια που δώσαμε πανελλήνιες,εγω,ο Παναγιώτης,η Στελλα ο Ηρακλής,η Ελένη κι ο Θανασης στη Σαντορίνη.
Τις περάσαμε κατα το μεγαλύτερο μέρος στο μπαλκόνι του σπιτιου που κλείσαμε στην Οια,γιατι μεχρι να ετοιμαστουμε όλοι το λεωφορείο για τα Φηρά ειχε περάσει και όσοι ειχαν ετοιμαστει πρωτοι(εγω για παράδειγμα) ειχαμε ξενερώσει,οποτε αράζαμε με τα καλά μας και κοιτουσαμε την καλντερα...
Όποτε παντως είχαμε κατάφερει να κατεβουμε στα Φηρά,μετα απο κάποιο υποτυπώδες κλάμπινγκ κι έπειτα απο διάφορα ξέμπαρκα φλέρτιγκ που είχαμε,αράζαμε στην πλατεια,όπως όλος ο υπόλοιπος κόσμος και τρωγαμε ζαμπονοτυρόπιτες και πιναμε μπύρες κάναμε κόντρες με τους Αθηναιους για τα "σουβλάκια",τα "καλαμάκια",τα "τυρια" και τις "φέτες",κι έπειτα όταν σχολούσε κι η πλατεια,μετα τις 3,καθόμασταν σ'ενα παγκακι κοντα στη σταση του λεωφορείου(θυμαμαι τους τρεις μας,εμενα την Ελένη και τον Παναγιώτη)σφίγγοντας τα τζήν μπουφάν μας,γέρνοντας ο ένας στον ώμο του άλλου και περιμένοντας να παει 6 για να έρθει το πρώτο πρωινό να μας παει πισω στην Οία,ενώ ο παγερός αέρας του ξημερώματος στροβίλιζε τα "απομεινάρια μιας νύχτας",σήκωνε τα καρό χαρτια απ΄τις ζαμπονοτυρόπιτες και έσερνε άσκοπα τα τενεκεδάκια απο τις μπύρες απο δω κι απο κει φτιάχνοντας το σάουντρακ της εγκατάλειψης...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου