Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

A spotlight named youth

Φώτη,
ήθελα να σου στείλω ένα μήνυμα όταν γύρισα απο την Αθήνα,ένα μήνυμα που να λέει:

 "Μωρό,όλα καλά,κάθομαι στο μπαλκόνι με τη Μένη.Σου στέλνει φιλιά,όπως-εννοείται-κι εγώ!Ευχαριστώ για όλα!"|
Ωραία που μύριζε η Αθήνα...
Στο ράδιο συχνά ενώ δουλεύω παίζει πάλι το Beggin του Frankie Valli,και θυμάμαι,θυμάμαι μια εποχή καμια δεκαετία πριν που ήταν πάλι χιτ κι ήμασταν πολύ νέοι στην κορυφογραμμή της ζωής και ζωντανοί όλοι-όλο τέτοιους νέους χαζεύω τελευταία,όπως άλλες φορές βλέπω μόνο κάτι ξεπαρτσαλιασμένα γερόντια.
Για παράδειγμα προχτές περασμένα μεσάνυχτα σ'ένα τραπεζάκι στο "ψητοπωλείο ο Τάκης"στην Τριανδρία  κάθονταν και ρουφούσαν τα τσιγαράκια τους πάνω απ'τις μπύρες τους αυτοί οι τέσσερεις κι ένας προβολέας ονόματι νιότη τους φώτιζε. Αυτοί το ξέραν(αλλά όχι όπως θα το μάθουν πιο μετά-όπως το ξέρω εγώ τώρα)πως τους φώτιζε,το ξέραν πως είναι στο κέντρο της σκηνής και πως έχουν την παντοδύναμη διαβεβαίωση απο το σώμα τους και τα βλέμματα των άλλων όλων των άλλων,πιο μικρών και πιο μεγάλων,πως όλα είναι τώρα εδώ για αυτούς,πως όλα επιτρέπονται και όλα συγχωρούνται,όλα είναι δυνατά κι αυτοί οι πιο δυνατοί όλων να πράξουν αυτό που θεωρείται αδύνατο.
Δεν μου αρέσει τώρα που δεν μιλάμε και πολύ μεταξύ μας.Σαν να πρέπει να τα βγάλουμε πέρα καθενας και καθεμιά μόνη ή με το έτερο ήμισυ-δεν μιλάμε πια.Έτσι τό'παμε με τη Μένη,έτσι τό'παμε και με τη Βάσω...
Άμα ζούσες άραγε,σκεφτόμουν στην Αθήνα,θα είχαν παντρευτεί ο Παναγιώτης κι η Βάσω;
Εσύ;
Μπορεί κι εσύ να είχες παντρευτεί άραγε μπαι νάου;
Άμα το flower στη Μαβίλη έγινε πιτσαρία,που έγινε δηλαδή,ξέρωγώ κι εσύ μπορεί να είχες παντρευτεί.Λέμε τώρα...Τι ωραία που θα ήταν να υπήρχε ένα σου αντίγραφο...
Αυτό θα σκέφτεται κι η Αφροδίτη όταν καμια φορά προωθεί το σενάριο να γίνω μάνα...
Ευτυχώς υπάρχει σ'αυτον τον κόσμο η Λυδία.Μόνο η Λυδία με κάνει να ελπίζω,γιατί είναι τρυφερή και την νοιάζουν οι άνθρωποι.Την ενδιαφέρουν οι κόσμοι τους μ'έναν τρόπο που ο Άλκης κι η Εύα δεν νοιάζονται.
Και διαπιστώνω μετά απο τόσα χρόνια πως αγαπώ τρελά τον μπαμπά μου.Τον τρελό μπαμπά μου.
Το διαπιστώνω τρώγοντας μισοβρασμένα αβγά,το διαπιστώνω γιατί νιώθω μια τρελή ευδαιμονία με τον λόγο ασπραδιού και διαλυμένου κρόκου που παίρνει το κουταλάκι μου,το διαπιστώνω απ'τον τρόπο που κουνάω την αλατιέρα και σκαλίζω το τσόφλι-επαναλαμβάνω με πιστότητα κάθε του κίνηση ολοφάνερα εν τελει μοιάζω στο μπαμπά μου,ισως κάθε πρωτότοκη κόρη το ίδιο,ίσως έτσι ολοφάνερα να μοιάζει κι η Μυρτώ στο Μιχάλη.
Τέλοσπάντων,δεν ξέρω γιατί τα γράφω όλα αυτά.
Εγώ ήθελα να σου πω πως θυμάμαι εν τέλει ένα πρωινό που σας πήγαινα στο αεροδρόμιο με τον Παναγιώτη για την πτήση της επιστροφής μέσα στο παλιό κυπαρισσί Πόλο ακούγοντας το beggin μπαινοβγαίνοντας  απ'τη λωρίδα μου με το ρυθμό και νιώθοντας,όπως κι εσύ,πανευτυχής και καλότυχη...




Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Double moon

'Ηταν ένα διπλό φεγγάρι στον ουρανό κι εγώ το έβλεπα να κινείται στο σκοτάδι απ' το μπαλκόνι κι όπως φώτιζε το στερέωμα πίσω του,κάπου στην τροχιά του φώτισε απο πίσω έναν πλανήτη πολύχρωμο και φωτεινό σαν την υδρόγειο,σ'εκείνο το σημείο φώτισε μπλε κι ο ουρανός σαν να σχίστηκε ένα παραπέτασμα-"Α!Μα τί απίθανο θέαμα!", σκέφτηκα κι ήθελα να φωνάξω τη Λίνα να το δει κι αυτή μα δεν πρόλαβα,δεν πρόλαβα να της το δείξω,μετακινήθηκε κι άλλο το διπλό αυτό φεγγάρι κι εξαφανίστηκε το σημείο που φώτιζε,κύλησε πάλι στο σκοτάδι.
Μου λείπει ο χειμώνας. Θα θελα να βρεθώ στο Βερολίνο ένα σαββατοκύριακο. Να μείνω σ΄ένα ξενοδοχείο και να μην κάνω τίποτα.Απλά να ξέρω πως είμαι στο Βερολίνο μέσα στο χειμώνα που έξω έχει κρύο-κρύο και μέσα ζεστή ζέστη και πως όλα είναι οργανωμένα κι ήσυχα κι οι άνθρωποι μιλάνε γερμανικά και μυρίζει Γερμανία. Προχτες κοιτούσα τα προγραμματα της Όπερας και της Φιλαρμονικής.Να πήγαινα και να άκουγα μια όπερα.Ε;

Θέλω-θα ήθελα-να πω και στην Πωλίν να 'ρθεί,αλλά πού να αφήσει τα παιδιά και τον καλό της,πού να βρει χρόνο τώρα που διευθύνει και μουσεία και γάμησέτα,να πήγαινα στο Παρίσι,ίσως να την έβλεπα στο Παρίσι,ίσως κι όχι.Θα 'ταν φριχτό να πήγαινα στο Παρίσι και να μην την έβλεπα,τό'χω ονειρευτεί δεκάδες φορές πως δεν τη βλέπω ενώ είμαι τόσο κοντά της,ναι,μιλησα μετά γαλλικά μόνη μου μέσα μου στα παιδιά της και στον άντρα της,είπα τα χαριτωμένα μου ολίγα με άψογη προφορά,Θέ μου,είναι αδιανόητο πως μου δώσαν πτυχίο στα γαλλικά ,δεν ξέρω πού παν τα τέσσερα, παλιότερα έβλεπα τουλάχιστον καμιά ταινία, ξεπατίκωνα ολόκληρες εκφράσεις απο τη γαλλολαγνεία μου,τώρα πάει πέρασε κι αυτό,χεστηκα και για τις ταινιες και για τα γαλλικά.
Στο Βερολίνο θά'θελα να παω.Ναι.Μόνη,ολομόναχη και να κοιμάμαι εξαντλημένη απ'το κρύο και το ατέλειωτο περπάτημα σ'ένα ξενοδοχείο με πουπουλένιο πάπλωμα.

Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2018

Σουίτ Μπάνχοφ

Περπατάω στους δρόμους με ακουστικά στ'αυτιά κι ακούω τρίτο πρόγραμμα.
Ταυτόχρονα,περίπου σκέφτομαι,δηλαδή παω να σκεφτώ κάτι ωραίες σκέψεις που τις νιώθω
καλοτακτοποιημένες κάπου πιο μέσα στο κεφάλι μου,πιο μέσα απο κεί που φτάνουν οι συνειδητές μου σκέψεις οι οποίες είναι άτακτες κι ασύνταχτες σαν δαιμονισμένα ηλεκτρόνια κοιτα μια γάτα/ω ρε μανα μου τι φουντωτή που είναι!/πςπςπςψψψψ/να γυρίσει να τη βγάλω μια φωτογραφία/ψψψψ/γύρνα μαρή!/κουφή είναι ρε πούστη μου γιατί δε γυρνάει;/θα παω απο πισω της/είναι κουφή ψψψψψιψψψιιιι,έλα δω ρε γατί!/πω ρε γαμώτη πάλι σαν την τρελή ειμαι μιλάω κανονικα με τις γάτες/με είδε κι ο φοιτητάριος/μιλάω και δυνατά με τ'ακουστικά/

Χτες είδα μια παμπάλαιη συμμαθήτρια απο άλλο τμήμα στο γυμνάσιο.Πολύ αμφιβάλλω αν θα μ'αναγνώριζε.Ήταν τότε κακοντυμένη και άλουστη με κόνιδες στα μαλλιά. Φτώχεια δηλαδή.
Τώρα της λείπαν αρκετά μπροστινά δόντια. Φτώχεια δηλαδή. Φυσική εξέλιξη της ψείρας η φαφουτιά/
που λες,θύμωσα!Θύμωσα!Γιατί ένα γλυκό κοριτσάκι ήταν απο τότε τόσο παραμελημένο. Πόσο αλλιώτικη θα ήταν η ζωή του σ'άλλα χέρια.
Θύμωσα με τους γονείς της πρώτα απ' όλα/αλλά για στασου μισό λεπτό!/κι αν οι γονείς ήταν μόνο μια μάνα; /Μια μόνη μάνα που βρέθηκε γκαστρωμένη και παρατημένη χωρίς γονείς κι αυτή ή με γονείς που τη διώξαν γιατί τους ατίμασε;/
Υπάρχουν και πράγματα που δεν τα επιλέγεις,έτσι δεν είναι;/υπάρχουν και τόσα πράγματα που σου συμβαινουν κι απλώς προσπαθείς να μην πεθάνεις εσύ να μη σου πεθάνει το παιδί σου,δεν είναι έτσι;
Με ποιον θυμώνω λοιπόν;  Κι αν δεν έχει μπροστινά δόντια; Είναι η αναπηρία ή το κοινωνικό στίγμα που τη συνοδεύει; Ισως κι εγώ να είμαι απλά μια μαλακισμένη που κρίνει τους ανθρώπους, την κατάσταση και την αξία τους με βάση τον αριθμό των δοντιών που έχουν στο στόμα τους;
Πού ξέρω εγώ αν δεν είναι ένας απίθανος άνθρωπος με καρδιά γλυκιά απαλή και γενναία;Τίποτα δεν ξέρω.Μόνο θυμώνω κατ'αγνώστων!

Τώρα η Δέσποινα θα δικαιολογούσε τις σκέψεις μου,θα τις έβαζε σε μια λογικότερη τάξη-μόνο η Δέσποινα το μπορεί αυτό τόσο τέλεια,τόσο φυσικά,τόσο γρήγορα-θα είχε μια ένσταση στο συναισθηματικό μου παραλήρημα,θα εντόπιζε το λάθος βήμα στο συλλογισμό μου.
Τί μ' έχει πιάσει με τις γάτες; Με διαολίζουν τα ύφη τους, ψ ψ ψ ψ,σταματάν γουρλωνουν τα ματια και με κοιτανε ακίνητες κι εγώ τις κοιτάω με τον ίδιο τρόπο θέλω να σκάσω στα γέλια με διασκεδάζουν απίθανα οι γάτες αυτά τα όντα του Εωσφόρου,ο τρόπος που κινούνται,κινούμαι κι εγώ έτσι αλλά μόνο όταν τις αντιγράφω-κατα τ'άλλα είμαι πρωταγωνίστρια του βωβού οι κινήσεις μου πολύ συχνά δεν έχουν ομαλή ροή είναι σπασμένες σε μικρά νευρικά κομματάκια.

Σκέφτομαι το Σάκη και το Γιάννη,τη Σοφία το Σάκη και το Γιάννη καθώς κατεβαίνω την κατηφόρα των Σαράντα Εκκλησιών ίσως επειδή μένουν στην Ευαγγελίστρια,αλλά κι επειδή ίσως σκέφτομαι τα παιδιά,να γίνω μάνα; προλαβαίνω; μπα,όχι,αλλά για στάσου ο Σάκης κι ο Γιαννης πόση διαφορά ηλικίας έχουν;
Πόσο είναι ο Σάκης πόσο ο Γιάννης βαριέμαι αυτή τη σειρά σκέψεων με τα νούμερα και τις αφαιρέσεις πάντα τα βαριόμουν τα νούμερα,γεια σας έφυγε η σκέψη ήδη adieu,adieu sweet bahnhof my train of thought is leaving.
Έχω ήδη αρχίσει να σκέφτομαι άλλα,δεν έχω καταλάβει ακόμα τί είναι αυτά τα άλλα και στο τέλος της κατηφόρας πέφτω πάνω στο Σάκη "Μα εσένα σκεφτόμουνα μόλις!"του λέω ενθουσιασμένη[σίγουρη πως υπάρχει μια αίσθηση ακόμα,κάποια υποσυνείδητη κοινόχρηστη δεξαμενή γνώσης στην οποία έχω σε πεφωτισμένες στιγμές πρόσβαση κι αυτή η μυστηριώδης διάνοια με πληροφόρησε κρυφά πως ο Σάκης κινείται στην περιοχή]ενώ αυτός φορτωμένος ψώνια με κοιτάει κάπως χαμένα και προσπαθεί να καταλάβει ποιά είμαι-τελικά όποιος με γνωρίζει με ποδιά δεν μπορεί να μ'αναγνωρίσει χωρίς. Αποχαιρετιόμαστε-δεν είμαι καθόλου σίγουρη πως με κατάλαβε εν τέλει.
Tώρα είμαι σπίτι,ακούω πάλι Τρίτο. Τρεις μέρες μετά συνειδητοποιώ γιατί ο Σάκης κουβαλούσε κουτιά φουρνοζαχαροπλαστείου όταν τον συνάντησα.'Ηταν του Αγίου Αθανασίου και γιόρταζε 
κι εσύ βρε βόιδι δεν είπες ένα χρόνια πολλά/ε,αφού δεν το θυμομουν ντε!/στείλε ένα μειλ να πεις τώρα στον ανθρωπο να ζητήσεις συγγνώμη που δεν του ευχήθηκες/βαριέμαι,φέτος ούτε στη Σοφία δεν είπα χρόνια πολλά/βαριέμαι και ξεχνάω συνέχεια κι όλο λέω δε βαριέσαι! και βαριέμαι και ξεχνάω...