Σήμερα ήρθε η άνοιξη.
Τεντώθηκε η μέρα-άλλαξε η ώρα προς το συμφέρον της-βγήκε ο ήλιος και ζέστανε.
Όμως εγώ μελαγχόλησα πολύ,όπως μελαγχολεί κανείς όταν κάθεται μόνος το σούρουπο στο μπαλκόνι κι ακούει τα χελιδόνια να ανακρώζουν το τέλειωμα της μέρας.
Σε σκέφτηκα στο σπίτι σου. Πήρα κι ένα Johnnie για να το βλέπω πάνω στο τραπέζι μου όπως θα
τό 'βλεπα πάνω στο δικό σου τραπέζι και σε βλέπω να κάθεσαι σπίτι σου,όπως κάθομαι κι εγώ στο δικό μου.
Σε βλέπω σαν μια κάμερα. Βλέπω το φως να λιγοστεύει απ'έξω,ξέρω το φως που έχεις μέσα.
Και κάθεσαι μόνος σου. Στο μυαλό μου.
Μ'ένα σωρό πράγματα στο μυαλὀ.Κι άμα σε πάρω-άμα ήσουν εκεί όντως κι όχι μόνο στο μυαλό μου-σήμερα θα μου μιλούσες με τη σπασμένη σου φωνή...
Με τη θλίψη σου στις παύσεις. Με τη γλυκιά σου φωνή που υπάρχει μόνο στο μυαλό μου τώρα και σήμερα λέει:
"Δεν ξέρω,Ρινούλα...Ίσως να θέλαμε πάντα να διαφεύγουμε...Ίσως είχαμε τους τρόπους να το κάνουμε... Ίσως να μη θέλαμε να προσαρμοστούμε...Όμως,δεν το θελήσαμε; Ή δεν το μπορέσαμε;
Δεν ξέρω..."
Έτσι λέει. Στο πρώτο πληθυντικό πάντα. Αλλά στο μυαλό μου.
Γιατί στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο ο ενικός.
(Άλλα όπως θά'λεγες σίγουρα κι εσύ και θ'αρχίζαμε άλλη κουβέντα μιαν άλλη φορά
"Ποια είναι η πραγματικότητα,τελικα;")