Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Ο Φώτης,εἰπαν,πέθανε

Σου έδωσα κάτι φόρμες μου να φορέσεις.
Ήμασταν ζαλισμένοι απ΄το ουίσκι και τη νύστα.
Τελικά φορεσες μόνο το πάνω που ἠταν μαὐρο κι είχε μια χρυσή λωρίδα κατα μήκος του μανικιού κι απο κάτω έμεινες με το μαύρο σώβρακο.
Σου ήταν εφαρμοστό κι ήσουν αναμαλλιασμένος-όταν σε κοίταξα μού'ρθε να βάλω τα γέλια γιατί φαινόσουν πολὐ trendy και πολύ gay,both so unlike you,αλλά ήμασταν θανάσιμα νυσταγμένοι και δεν είχα το κουράγιο να στο πω,ούτε κι εσύ θά'χες το κουράγιο να γελάσεις.
Με φίλησες και μου'πες "καληνύχτα,Ρινούλα μου"και μισόκλεισες την πόρτα-μετά σηκώθηκες να πἀρεις ενα ποτήρι νερό- και πέσαμε για ύπνο κι εγώ σκεφτόμουν,τώρα να δεις ο καργιόλης θα δει κανα γαμάτο όνειρο κι εγώ τίποτα και σε φθονούσα κρυφά και το πρωί φυσικά είχες ένα όνειρο γεμάτο καταδιώξεις και μυστήρια να μου πεις κι εγω δεν είχα δει τίποτα και σου΄λεγα  ενώ μου διηγιόσουν "Το΄ξερα,ρε γαμώτο!" κι εσύ γελούσες.
Και ξέρεις κάτι;
Πάντα σε ζήλευα που είχες όνειρα-εκτός του να τα βλέπεις- κι εγώ δεν είχα.
Και σου μιλούσα καμια φορά σαν αυστηρή μαμά,ενώ εσύ ποτέ δεν με μάλωνες.
Ποτέ. Ούτε μισή φορά δεν μ'είχες μαλώσει,ενώ εγώ εκνευριζόμουν με τις παλινδρομήσεις σου στην εφηβεία.
Και τώρα εσύ είσαι στο διάστημα κι εγώ ακόμα στη γη.
Κι ακόμα κι αν κάψω το συκώτι μου,δε θα σε βρω πουθενά.