Δευτέρα 28 Ιουνίου 2021

ΝΥΜΦΗ

 Ζέστη. Περπατάς στην πόλη κι ο δρόμος μυρίζει ψοφίμι. Θυμάμαι που περπατούσαμε με τον Παναγιώτη τις Κυριακές του Αυγούστου τα πρωινά στην ιδιωτική μας πόλη.

Ένα πρωί είχαμε ανέβει στις Εστίες στη Λέοντος Σοφού να βρούμε απο πού ακουγόταν η μουσική που έφτανε κάτω. Απ'τα παράθυρα ανεβαίνοντας βλέπαμε ένα πλατάνι στην πίσω αυλή, κι έπειτα στον πέμπτο που βρήκαμε την πηγή, σταθήκαμε αμίλητοι πίσω από την πόρτα. Μετά συνεχίσαμε να περπατάμε, βρήκαμε βόρεια τα τείχη, βρήκαμε έναν πιωμένο γύφτο που μιλούσε στο κινητό κλαίγοντας στον καφενέ σε μιαν ακατάληπτη γλώσσα, σ' αυτόν τον καφενέ που είχε ένα αγιόκλημα να πνίγει τον τοίχο, πάλι αμίλητοι σταθήκαμε ακούγοντας. Κι ύστερα πάλι κατεβήκαμε στην πλατεία Ελευθερίας, σπρώξαμε την πόρτα της εισόδου κι άνοιξε, κι αθόρυβα ως την ταράτσα ανεβήκαμε γεμάτοι δέος χαζέψαμε τη θέα τα σκουριασμένα κάγκελα ψηλαφώντας αμίλητοι, τα χελιδόνια σπουδάζοντας. Οι δυο μας. Οι συνωμοτικοί κινηματογραφιστές του φαντασιακού σχεδόν τίποτα...

Πολύ μου λείπει ο Παναγιώτης-η αγάπη που τού'χα, δηλαδή. Η αμίλητη αγάπη που τού' χα. Κι ο τρόπος πού' χα να φτιάχνω κάτι απ΄ το τίποτα μαζί του. Που μ' αγκάλιαζε κι έχωνε επίτηδες τα δάχτυλα στα πλευρά μου. Ο τρόπος του πού' χε να με παραβιάζει σαν νά 'ταν αδερφός μου. Πολύ μου λείπει αυτός ο μαλάκας ο Παναγιώτης. Από τους ζώντες αυτός μου λείπει, κι ούτε που ξέρω τί τον έκανε να φύγει. Αυτός έχωνε τα δάχτυλά του στα πλευρά μου όταν μ' αγκάλιαζε και με πονούσε κι εγώ απ'την πλευρά μου του σέρβιρα τον κυνισμό μου-αυτή ήταν η συμφωνία μας-έτσι νόμιζα-μα τί τον έκανε να φύγει; Πολύ μου λείπει. Η αγάπη που τού' χα.

Είμαι ένας άνθρωπος κατώτερος των περιστάσεων. Ένας άνθρωπος του φουσκωμένου υπερεγώ στο οποίο δεν μπορώ να ανταποκριθώ δηλαδή.

Τί κρίμα ή τί λύτρωση, δεν μπορώ-γαμώ-το-ξεσταύρι-μου ανάμεσα στα δυο να αποφασίσω.