Σάββατο 31 Ιουλίου 2010

Living on the edge of the night,ρεεεεε!!!!!!!!!

2010,Λευκάδα,
Αν μπορείς στα 34 να κανεις διακοπές με την ψυχολογία ενός βλαμμένου 18χρονου,τα πράγματα είναι ελπιδοφόρα...
Αν εχεις κανει κοιλιακούς απο το γέλιο κι αν τρεις άνθρωποι που μπορεί να έχουν ζήσει την εφηβεία τους με δυσανάλογη προς την ηλικία τους βαρύτητα,μπορουν να γραψουν κάθε έννοια καθωσπρεπισμου εκει που της αξίζει και να αφιερωθούν πέντε μέρες με όλη τους την καρδιά στην ηθελημένη ελαφρότητα,στη σχιζοφρενεια και στο συνδρομο Τουρέ,πετώντας κάθε βαρίδιο στη θάλασσα,λιώνοντας κάθε τυψη κάτω απ'τον ηλιο και νιώθοντας μεταξύ τους φυσική αλληλεγγύη,οι φόβοι είναι λιγότεροι και το καλοκαίρι γινεται ο τόπος και το σημείο αναφοράς της ανεμελιάς και της αβίαστης χαράς.
Αυτό που θα'πρεπε απο πάντα να'ναι,αλλά δεν ήταν τόσο αυτονόητο...
Βασούλα και Γιώτα,σας ευχαριστώ τόοοοοοοσο πολύ!!!

Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

2007

Ένα καλοκαίρι γεμάτο μπύρες/ίσως υπερβολικά πολλές σε ημερήσια διάταξη.
Γεμάτο ακούσιες κι εκούσιες συνευρέσεις.
Γεμάτο υποσχέσεις μιας εκ νέου αθωότητας.
Ή ίσως το χρονικό ενός συντελεσμένου συμβιβασμού.
Κρατώντας την αναπνοή μου ή βρίζοντας...
Ένα καλοκαίρι επίγνωσης και διονυσιακής αγνωσίας.
Να 'ναι καλά η Μαρία,απ'την Αθήνα.
Μου έδωσε το ακριβές του στίγμα,χωρίς να το ξέρει...
Παραξενο καλοκαίρι.
Πρώτα Βερολίνο μετά απο πολλά χρόνια τον Ιούνιο κι έπειτα Γκαίτεμποργκ,βροχή και μεθυσμένοι σκανδιναβοι/στη στάση του λεωφορείου τρεις η ώρα ξημέρωνε/παραξενο/πριν απο αυτό η καημενη η Μαρία με σήκωνε απ'τα γρασίδια λιώμα να πάρουμε το λεωφορείο απ΄το Friedrichshain για Prenzlauerberg/παραήπια μαυρες μπύρες/Koestrizer νομίζω,αλλά δε μ'ένοιαζε καθόλου/καημένη Μαρία μου,συγνώμη,δε σε πείραζε και πολύ/ένα κράμα χαράς και πικρής νοσταλγίας/με κουβάλησες σχεδόν,αλλά ήταν τόσο καλά στη Boxhagenet Strasse που μιλούσα πάλι γερμανικά κι έλεγα πως η Κυριακή είναι μια παγκοσμίως αναγνωρίσιμη μέρα -η θλίψη ένεκα...
Μετά απ'το Γκαιτεμποργκ πηρα λεωφορείο πάλι για το Βερολίνο,αφού περάσαμε τη γέφυρα κι αφού ανεβήκαμε στο καράβι,πάλι βρέθηκα το ξημέρωμα στο Βερολίνο και πάλι σκέφτηκα τα "φτερα του έρωτα" και γύρισα πισω κι έπειτα στο Γυθειο το γυμνο μας νυχτερινο μπάνιο με τον Παναγιώτη και τη Χριστίνα και πάντα οι Βeirut με το elephant gun.
Αυτό ήταν το soundtrack εκείνου του καλοκαιριού,με μια εσάνς θλίψης κι ορμής και νοσταλγίας...

wild is the wind

Υποτροπή.
Χίλια εννιακόσια ενενήντα οχτώ.
Χίος.
Ξημέρωμα.
ΤΩΡΑ:
Αμηχανη συνάντηση.
"Σε σκέφτομαι καμιά φορά"
Απαντηση:"Κι εγω σε σκέφτομαι καμια φορά"
"Παρε κανα τηλέφωνο"
Παύση.
Γουατ εμ αι σαπόουζντ του σέυ;
"Καλά,δεν το λέω για να το κάνεις...Μην παιρνεις.Κάνε ό,τι θες..."
Όλα αυτά...Τόσα μίλια μακρυά...
Δε θα πάρω...
Ουτε κι εσύ.
Δε θα πάρω,ευχαριστώ.
Αναρωτιέμαι μόνο τι να σκέφτεσαι...Τι να κρατάς απο μένα.
Ούτε που μπορώ να φανταστώ.
Μόνο μια πίκρα,ένεκα η παρελθοντολαγνεία,ένεκα το ενεπίδοτο ενός τέτοιου έρωτα.
Η ουσία ειναι μία:
Αφενός χέστηκα κι αφ'ετέρου δεν υπάρχει αθανασία.


Χιος χίλιαενιακόσια ενενήντα οχτώ।

Ξημέρωμα।

Πίνω την τελευταία μπύρα και ξεκινώ για Μαυρα Βόλια।

Στο δρόμο τραγουδάω δυνατά,ξελαρυγγίζομαι,πάνω στο άθλιο αγαπημένο μου μηχανάκι,μόνη,ολομόναχη,τραγουδάω το empty,απο τους crannberries/empty/of/my/dreams/its/sadder/than/it/seems/emptyyyyy/emptyyyy...
ΤΩΡΑ:
Τι γλυκια αυτή η γυμνη πλάτη δίπλα μου...
Την κοιτάω και νιώθω τυχερή.Περιμενω ποτε θα γυρίσει προς τα δεξιά...Να χωθεί κοντά μου.Στην αριστερή πλευρά του λαιμού μου.

Χιος.
Ο Σταματης με βουτάει και με σηκώνει ψηλά.
Θα'θελε να με παντρευτεί.
Η αδερφή μου κλαίει πριν φύγω.Ειναι αστείο.Κλαίμε οι τρεις μας στη "Φαιδρα".
Και κανείς μας δεν ξέρει ακριβώς γιατί.
Θέλει να μου πει κάτι.
Δεν ξέρει κι αυτή τι.
Ίσως ότι ειμαστε δυο διαφορετικοί άνθρωποι απ΄τον ίδιο μπαμπά και την ίδια μαμά.
Ή ίσως θέλει να μου πει,"don't be so sad..."

Το soundtrack δεν ήταν αυτό,
όμως τώρα αυτό θα έβαζα.
Tom Waits...



Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

Ιουλίου λόγος...


Τα καλοκαίρια της κρυφά καταθλιπτικής μαζοχιστικής μου νιότης τα περνουσα περιφέροντας μαζί μου ως φετιχ τα δωρικά άπαντα του Σεφέρη.
Σαν να 'θελα να μου υπενθυμίζω πως "πηραμε τη ζωή μας λάθος",σαν να'θελα να μου επισημάνω τον ιερό κινδυνο του αμετάκλητου: "πως σταματουν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζίτζίκια..."
Να μου υπενθυμίζω το βάρος του κόσμου.Το βάρος του εαυτού μου.
Συχνα νοσταλγώ αυτήν την εποχή.Δεν ήταν αφέλής ακριβώς.Θα 'ταν ψέμμα να τη βαφτίσω έτσι. Τη σκέφτομαι σαν τα χρόνια της αθωότητας. Δεν ξέρω πως να την ονομάσω.
Αθωότητα τη λέω με την έννοια πως όταν εισαι ανυποψίαστος κι άπειρος ακόμη έχεις αυτην την απρονοησία,αυτην την προθυμία να παραδίδεσαι στη θλίψη ανεπιφύλακτα,όπως εισαι απολύτως πρόθυμος(εγώ τουλάχιστον ημουν)να εκχωρήσεις ανεπιφύλακτα όλο σου το ειναι στον πρώτο σου έρωτα με την απόλυτη πιστη του "για πάντα".
Μακρές οι ματαιώσεις...
Κρατησαν πολλά καλοκαίρια που ήταν σκληρά,ενώ υπο όποια συνθήκη έκανα αγογγυστα το χρέος μου προσπαθώντας να υπηρετήσω αυτό το πιστό και πείσμον "για πάντα".
Χωρίς πολλά ρούχα,κάτω απο τον αδυσώπητο ήλιο,μέσα σε μια περιρρέουσα υποχρεωτική περίπου θερινή ευθυμία,κρατιόμουν σφιχτά απ'τα δωρικά απαντα του Σεφέρη για να σωθώ.
Δεν είχα ψυχοθεραπευτή,οι κρυφές μου σκέψεις ήταν ανομολόγητες,η ατολμία μου παροιμιώδης,κρατουσα λοιπον τα άπαντα του Σεφερη σαν να κρατούσα το χέρι του πατέρα μου...
Πολλά χρόνια αργότερα μέσα στο βαθύ και μακρύ χειμώνα του Βερολίνου,ψάχνοντας ανεπιτυχώς να βρω ένα σιντι του Χατζηδάκι αναμεσα σε πολλά έργα του Θεοδωρακη,έπεσα πανω σ'ένα σιντι της Αγγελικής Ιονάτου που λεγοταν Parole de juillet.
Έτσι,λέξη προς λέξη διάβασα κι άκουσα για πρώτη φορά με άδειο απο προκαταλήψεις μυαλό τον Ελύτη.
Έκτοτε αποχωρίστηκα τον πολύπαθο τόμο του Σεφέρη όπως και πολλά άλλα παλιά κομμάτια του εαυτού μου και συχνα σκέφτομαι αυτην την πρώτη φράση: "Μετρημενο τόπο έχουν οι άνθρωποι και στα πουλιά δοσμένος είναι ο ίδιος αλλά απέραντος",νιώθοντας όμως περισσότερο πουλί παρά άνθρωπος που παει να πει πως μάλλον αποχωρίστηκα το δωρικό βάρος του κόσμου,ή μπορεί κιόλας να πει πως πάλι επιχειρώ να διαφύγω απ'τα ανθρώπινα,δια της άρνησης της βαρυτητας...


ΙΟΥΛΙΟΥ ΛΟΓΟΣ

Μετρημένο τόπο έχουν οί άνθρωποι

Και στα πουλιά δοσμένος είναι ό ίδιος άλλ'

Απέραντος!

Απέραντος ό κήπος δπου μόλις άπο-

Χωρισμένος άπ'τόν (πριν και πάλι μεταμφιεσμένος μου αγγιχτεί)
Θάνατο, έπαιζα και μου έφταναν εύκολα όλα έως την άπαλάμη



Ό ιππόκαμπος κείνος! Και της φυσαλίδας τσιούπ το σπάσιμο!
Του βατόμουρου το βαποράκι μες στα βαθιά των φυλλωμάτων
Ρεύματα! Κι ό πρωραίος ιστός όλο σημαίες!



Τί τώρα μου ήρθαν. Άλλα σαν χθες υπήρξα

Κι υστέρα ή μακριά μακριά ζωή των αγνώστων ή άγνωστη

Έστω. Και μόνο να τα λες ώραία ξοδεύεσαι όπως του νερού ή ροή
Πού ψυχή την ψυχή δένει τις αποστάσεις
Κι από 'να σ' άλλον Γαλαξία βρίσκεσαι να σχοινοβατείς

Ενώ κάτω άπ'τά πόδια σου βοούν τα βάραθρα. Κι ή φτάνεις ή όχι



"Αχ αχνά σχεδιασμένες πάνω στα σεντόνια μου πρώτες ορμές.

Θήλεις άγγελοι

Πού από ψηλά μου ένεύατε άφοβα να προχωρώ μες στα όλα
Μιας πού κι από το παράθυρο να πέσω, ή θάλασσα
Πάλι θα μου κάνει το άλογο

Το πελώριο καρπούζι δπου κάποτε ανίδεος έκατοίκησα
Κι οί μικρές εκείνες παρακόρες, το μαλλί τους λυτό πού
Με τη νοημοσύνη ανέμου γνώριζε να ξετυλίγεται πάνω από

τις καμινάδες!

Τέτοια του κίτρινου στα μπλε αρμοσιά πού αλήθεια να σαστίζεις
Και γραφές πουλιών πού ό άνεμος τις μπάζει άπ'τό παράθυρο
Την ώρα πού κοιμάσαι και παρακολουθείς τα μέλλοντα

Ξέρει ό ήλιος. Κατεβαίνει μέσα σου να δει. Επειδή τ'απέξω
Είναι καθρέφτης. Μες στο σώμα ή φύση κατοικεί κι από κει

εκδικείται

"Οπως σε μιαν αγριότητα ιερή σαν του Λέοντα ή του Αναχωρητή
Το δικό σου λουλούδι φυτρώνει

πού το λένε Σκέψη

("Αλλο αν, και μελετώντας, πάλι βγήκα εκεί
Πού το κολύμπι μ' έβγαζε άπ' ανέκαθεν)



Μετρημένο τόπο έχουν οι σοφοί
Και στα παιδιά δοσμένος είναι ό ίδιος άλλ'
Απέραντος!

Απέραντος ό θάνατος δίχως μήνες κι αιώνες
Τρόπος κι εκεί να ενηλικιωθείς κανένας· ώστε
Στίς ίδιες κάμαρες ξανά στους ίδιους κήπους θα γυρνάς
Κρατώντας το τζιτζίκι πού είναι ό Δίας και πάει από 'να
Σ' άλλον Γαλαξία τα καλοκαίρια του.

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

Το ρετρο του καλοκαιριού-Παρτ Του


Ουτε που θυμαμαι ποιο ήταν το καλοκαιρι στη Σάρτη.
Το 95? Ήταν όλο οι διακοπες μας;
Δε θυμαμαι. Ποιο καλοκαίρι καθομασταν στο "αιθριο" εγω,ο Παναγιωτης,ο Αναστασης και η Λίνα κι ενω οι τρεις πρώτοι συζητουσαμε με γνησιο φιλοσοφικό παθος τα αίτια της εγκληματικότητας,η Λίνα έπαιζε την αμερικανα χαζογκόμενα κι όταν τη ρωτησαμε τι πιστευει,απαντησε: "εγω,βασικά,πιστευω οτι το εγκλημα είναι κακο."
Ή ποια καλοκαίρια περασαμε στην Αιγλη,παρακολουθώντας αφιερωματα της Παραλλαξης;
Πότε ειδαμε τον "εραστη της κομμώτριας"; Ποια χρονια να'ταν;
Καθόμασταν στο μπαλκονακι πάντως.Και με δυο μπυρες την ακουγαμε.
Πρεπει να'ταν πριν το 98.
Η πολη άδειαζε απ'τον Ιουλιο...Και δεν μου είχαν κλέψει ακόμη το μηχανάκι...
Και ποιο καλοκαιρι πηγαινα καθε βράδυ στο σπίτι της Στέλλας;
Ποιο καλοκαιρι ειχαμε δει την "ωραια καβγατζου";
Ποτε πηγαμε στη Χιο πρώτη φορά;
Το βεβαιο ειναι ότι το 96 πηγαμε στην Αμοργο.
Ο Παναγιωτης ειχε παρει μαζί του το "εφτα φορες στην Αμοργο" της Κριστης Στασινοπούλου,που εμενα προσωπικά μου φανηκε μια μαλακία και μιση,μια εξόχως ατεχνη προσπάθεια,είχα εκνευριστει κι απορούσα πως σκατα εκδίδονται τετοιες μαλακίες,ενώ ο Παναγιώτης μου έλεγε ότι ειμαι ισοπεδωτική,φυσικά μονο και μόνο για να με διαολίσει και να πω κι άλλα-πολύ το απολάμβανε όταν γινόμουν αυστηρή!" Τα παραλές,βρε Κατερινούλα"μου έλεγε,έτοιμος να σκάσει στα γέλια κι εγω τον ανταμειβα με μια καινουργια ισοπεδωτική επιχειρηματολογία ωστε να σκάσει όντως στα γέλια.
Στην Αμοργό ειχαμε περίεργες στιγμές,μερικές πολύ ωραίες΄,όπως όταν σταματήσαμε στη μέση της διαδρομής απο τα Κατάπολα στην Αιγιάλη με τα άθλια μηχανάκια που μας ειχαν νοικιάσει-Chaly τα λέγανε,απολύτως ατομικά,ένα ο καθένας, και παίρναν μπρος μονο με μανιβέλλα.
Ήταν βράδυ χωρίς φεγγαρι στη μέση του πουθενά και τα αστερια ήταν πανω ακριβώς απ'τα κεφάλια μας,έλεγες,αλήθεια θα απλώσω το χέρι και θα πιασω ένα τουλάχιστον...
"Η φοβερή του ευφυία,χωρίς ίχνος συναισθήματος":ο Νίκος,με σημαία το συναίσθημα που μου φαινόταν τέλεια σκηνοθετημένος.Αν ήταν απλως εγκεφαλικός θα τον προσεγγιζα,αν ήταν συναισθηματικός πολύ περισσότερο.Αλλά μου φαινόταν απλώς προσχηματικός.Ολωσδιολου χωρίς υπόσταση αληθινη.
Ο Παναγιώτης κάτι είχε σ'αυτες τις διακοπες...Δεν ήταν στα καλά του στα σίγουρα...
Η "Βεγγερα" που έπαιζε το "μπλε" του Πράισνερ.Ο Μιχάλης(;)που ηταν ο ιδιοκτητης της.
Εγω,ο Πέτρος κι ο Βασίλης,τύφλα οι τρεις μας ένα βράδυ.
Εγω πιο τύφλα.Διάταξη "συρτακι",χέρια στους ώμους κι επιστροφή στο δωματιο που μεναμε κρυφά εξι ενώ στην κυρα-Ουρανία ειπαμε πως ειμαστε τρεις!!!(Μας ανακαλυψε,φυσικά,αργότερα)
Το ένα κρεββάτι μας που έσπασε την ώρα που κορυφωναν τις σεξουαλικες τους περιπτύξεις οι διπλανοι!Στο "ααααα" των διπλανων σπαει το δικό μας κρεββατι!
Το συμπαν τελικά συνωμοτει...
"Το απέραντο γαλάζιο".
Η Τίνα η σερβιτόρα με τις σπουδες στη Γαλλία που μιλούσε με τον Παναγιώτη και το Νικο για τη "δουρεια τυρόπιτα"της Δημουλά.
Νομίζω ο στιχος που τους ένωσε ήταν: "κι εσυ,τι γυρευες εκεί μ'αυτη τη δούρεια τυρόπιτα στο χέρι;"
1996.Ήμασταν 20 και κουβαλουσαμε βαρειες αποσκευες για την ηλικία μας.
Να 'μασταν αλήθεια τόσο βλαμμένοι;
Ή μας γοητευε η ιδέα του να κουβαλουμε αυτό το βάρος;
Δεν ξερω...

Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Το ρετρό του καλοκαιριού-Μερος πρώτο


Όταν ήμουν πολύ μικρή μέναμε στο κεντρο,σ'ένα στενό πανω απ'την Αγίου Δημητρίου,στη Μοιράρχου Κουφίτσα που ήμουν σίγουρη πως ήταν μια άλλη,λιγότερο διαδεδομένη,ονομασία για την κοκκινοσκουφίτσα,μονο για τους μυημένους.
Το ένα μπαλκόνι έβλεπε στην αυλή του σχολείου μου,και τ'άλλο έβλεπε στην απέναντι πολυκατοικία που είχε απόσταση αναπνοής απ'τη δική μας. Το στενό ήταν πολύ στενό,δεν περνουσαν αυτοκινητα.
Μετα το τέλος του σχολείου,οι ένοικοι της απέναντι πολυκατοικίας την κοπανουσαν,
η Ελενίτσα που στο μπαλκονι της είχαν γαλάζιες πηλινες γλάστρες μου ανακοινωνε με στομφο πως "πανε στη θάλασσα" κι εγω κοιτουσα τις ετοιμασίες απ'το δικό μας μπαλκόνι,γνωρίζοντας πως οι δικές μας διακοπες θα αργουσαν.
Εμείς δεν είχαμε εξοχικό,ουτε ήταν οι γονείς μου δημόσιοι υπάλληλοι να την κοπανουν μηνα και βάλε...
Καμιά φορά πηγαίναμε στο χωριό και ουτε που θυμάμαι ποσο μέναμε,αν ήμασταν όλοι μαζί,αν ήμασταν η μαμά και τα παιδια κι ο μπαμπας έμενε στη δουλεια ή αν η μαμα με άφηνε καμια φορά και μόνη στη θεια τη Βαγγελή και γύριζε κι αυτή να δουλεψει...
Στο χωριο ήταν πολύ ωραία. Ειχαμε ένα τεράστιο σοι απο νέους ανθρώπους κι εγω προσωπικά είχα πολλα ξαδέρφια που στην πραγματικότητα ήταν θειοι μου-δεν παρέλειπαν να μου το θυμίζουν,όποτε θέλαν να με πειράξουν,αλλά ποτε δε με πειραζε γιατί ήταν όλοι πολύ ωραία τυπάκια.Όλοι τελείως διαφορετικοι.Ο Φωτης,ο άλλος Φωτης,η Χριστινα,η Βιβη κι εγω κατα φθίνουσα σειρά ηλικιας με ενα χρονο διαφορα ο ένας απο τον άλλο.
Καμια φορά ήμασταν όλοι μαζί ή πάλι εγω γυρνουσα κι όποιον έβρισκα.
Τους έβρισκα περνώντας αναμεσα απο θειές και θειους και γιαγιάδες και παππουδες κι άσχετους χωριανους που με ρωτουσαν ¨τίνους είσι ισυ;"
Στο τέλος της διαμονής προσάρμοζα την ομιλία και το φρασεολόγιο ουτως ώστε να'μαι κατανοητη και ήξερα να μιλάω ¨πολιτικά" ή "χωριάτικα" αναλόγως την περίσταση.
Άλλα καλοκαίρια πάλι περνουσαμε τις διακοπές φιλοξενουμενοι εγω,η Λίνα κι η μαμά στα εξοχικά φίλων,στο αυθαιρετο της Στέλλας και του Βαγγέλη στην Καλλικράτεια με την Αλέκα και τη Βούλα ή στην Ποτίδαια με την Έλσα και τη Ρένα,ή στην Ασπροβάλτα στους Μυλαράκηδες με τη Βάνα.
Σ'όλες αυτές τις διακοπες ίσχυε ένα καθιερωμένο τοτε σχήμα,οι μαμαδες με τα παιδια μόνο και γκεστ σταρ οι μπαμπαδες κάθε Σαββατοκύριακο.
Δεν ήταν κι άσχημα,μονο που η μαμά μάλλον θα αισθανόταν υποχρεωμένη και το καταλάβαινα πως δεν πρέπει να ζηταω πολλά πολλά ή να κατεβαζω μουτρα.
Δε θυμαμαι πια αν ήταν πολλά ή λίγα τα καλοκαίρια,πολλές ή λίγες οι μέρες,η θάλασσα δεν ήταν και πολύ ωραία,ιδίως στην Ασπροβάλτα ειχε πολύ κυμα,αλλά στην Ασπροβάλτα ειχε και βατράχια στον κήπο και τα κυνηγουσαμε κι η Μυλαρακαινα ήταν τρελή και είχε πλάκα και θυμαμαι τη μαμά να γελάει,να ξεκαρδίζεται και η Βανα ήταν πάντα η Βάνα που έμενε στην ίδια πολυκατοικία και ήμασταν οι καλύτερες φίλες και πηγαιναμε μαζί καθε μερα στην ιδια τάξη στο ίδιο σχολείο που ήταν κάτω απ΄το σπίτι μας.
Μετά που μεγάλωσα οι πρώτες διακοπες μόνη μετα τη δευτερη χρονια που δώσαμε πανελλήνιες,εγω,ο Παναγιώτης,η Στελλα ο Ηρακλής,η Ελένη κι ο Θανασης στη Σαντορίνη.
Τις περάσαμε κατα το μεγαλύτερο μέρος στο μπαλκόνι του σπιτιου που κλείσαμε στην Οια,γιατι μεχρι να ετοιμαστουμε όλοι το λεωφορείο για τα Φηρά ειχε περάσει και όσοι ειχαν ετοιμαστει πρωτοι(εγω για παράδειγμα) ειχαμε ξενερώσει,οποτε αράζαμε με τα καλά μας και κοιτουσαμε την καλντερα...
Όποτε παντως είχαμε κατάφερει να κατεβουμε στα Φηρά,μετα απο κάποιο υποτυπώδες κλάμπινγκ κι έπειτα απο διάφορα ξέμπαρκα φλέρτιγκ που είχαμε,αράζαμε στην πλατεια,όπως όλος ο υπόλοιπος κόσμος και τρωγαμε ζαμπονοτυρόπιτες και πιναμε μπύρες κάναμε κόντρες με τους Αθηναιους για τα "σουβλάκια",τα "καλαμάκια",τα "τυρια" και τις "φέτες",κι έπειτα όταν σχολούσε κι η πλατεια,μετα τις 3,καθόμασταν σ'ενα παγκακι κοντα στη σταση του λεωφορείου(θυμαμαι τους τρεις μας,εμενα την Ελένη και τον Παναγιώτη)σφίγγοντας τα τζήν μπουφάν μας,γέρνοντας ο ένας στον ώμο του άλλου και περιμένοντας να παει 6 για να έρθει το πρώτο πρωινό να μας παει πισω στην Οία,ενώ ο παγερός αέρας του ξημερώματος στροβίλιζε τα "απομεινάρια μιας νύχτας",σήκωνε τα καρό χαρτια απ΄τις ζαμπονοτυρόπιτες και έσερνε άσκοπα τα τενεκεδάκια απο τις μπύρες απο δω κι απο κει φτιάχνοντας το σάουντρακ της εγκατάλειψης...