Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Αθήνα




Μου λείπεις σήμερα.
Ακούς;
Θέλω να σου πω!
Θέλω να σου τα πω όλα.
Έχω να σου πω πράμα.
Ακούς;
Θέλω να σου πω πως ήρθε το καλοκαίρι κι έφυγα εγώ.
Πάλι.
Όλο χάλια ήμασταν τα καλοκαίρια.
Μ'έπαιρνες απ'το γραφείο,εγώ καθόμουν στο μπαλκόνι.Κοντά στο σούρουπο.
Θυμάμαι που μιλούσαμε πέρυσι το καλοκαίρι. Έπινα κάτι-εσύ έπρεπε να δουλέψεις λίγο ακόμα...
Μου είχες στείλει κάποτε ένα μικρό γράμμα-μαζί μ'εκείνο το σιντί που δεν έβρισκα πουθενά κι εσύ κατάφερες να το κατεβάσεις ΜΕ εξώφυλλο-που τέλειωνε με τόση πίκρα.
Με την πίκρα σου της Αθήνας τον Αύγουστο...

Την Κυριακή κατέβασα τα στόρια το βράδυ εντελώς.Δεν έμπαινε ακτίνα.
Μετά έκλεισα και την πόρτα της κρεββατοκάμαρας.
Πίσσα σκοτάδι.
Την κλείδωσα κιόλας για να ασφαλίσω το σκότος ίσως κι όταν ξάπλωσα σκέφτηκα:
" Έτσι να'σαι τώρα;
   Έτσι νά'ναι; 
   Να'ναι έτσι; "
Κοιμήθηκα χωρίς όνειρα.
Πάλι.
Το νερό στο ποτήρι σου έχει εξατμιστεί όλο.
Προσπάθησα να κλέψω λίγο,να κερδίσω χρόνο,το σκέπασα με κάτι,
αλλά παρόλαυτά εξατμίστηκε.
Τώρα;
Τι;


Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Παλαιά Διαθήκη

Ατέλειωτα ξενυχτώ.
Πίνω και δεν πληρώνω.
Φυλάω τα νομίσματά μου.
Είναι λιγοστά και χάρτινα.
Τα φυλάω για μένα.
Δεν έχω λόγο να τα ξοδέψω.
Διαθέτω παρόν.
Δυσεύρετο προϊόν.
Βροχή,λοιπόν, τα κεράσματα.
Δεν έχω αντίρρηση.
Να πάρω κάτι.
Μια κρύα πείρα,μια ζεστή σοκολάγνα,
αν και τα βρίσκω λίγο άνοστα τώρα
που εσύ,το ξέρεις και το θες,
απο το δέρμα των χειλιών σου
να μου δώσεις παρόν.

Παρόν αντί παρόντος-επί του παρόντος.



Σάββατο 4 Μαΐου 2013

Δεύτε/Λάβετε

Στη χώρα μου δεν υπάρχει μόνο η Ανάσταση.
Κυρίως υπάρχουν οι Καταστάσεις.
Και Διαστάσεις διάφορες.
Αναστήματα κατ'αναλαμπές,
καταστήματα με τις έγνοιες τους
και  διαστήματα.
Κατά τις στάσεις τα αιτήματα.

Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Μεγάλη Βδομάδα


Θα ήθελα να πήγαινα στο χωριό.
Και να ταξίδευα στο χρόνο να βγάλω μερικές φωτογραφίες.
Τις ρόδες του αυτοκινήτου μας να σταματάν το μεσημέρι της Μεγάλης Πέμπτης, μπροστά στο μαγαζί της θείας.
Τον ήλιο,την ησυχία και τη σκόνη.
Τα ξαδέρφια μου έτοιμα να ξεπεταχτούν από όλες τις γωνιές με τα όμορφα παιδικά τους πρόσωπα.Πώς γίνεται να'ταν όλα τόσο όμορφα;
Το τραχύ γυριστό πέτρινο κομμάτι της στενής ανηφόρας από τον κεντρικό στο σπίτι της Χριστίνας,τα μεγάλα στενά σκαλιά με το ασβέστινο περίγραμμα για το σπίτι της γιαγιάς και του θείου του Ηλία.
Τον κάμπο με τους νάρκισσους,το δρόμο για το μαντρί του θειού του Βασίλη,
μια λεύκα στο πουθενά ολομόναχη,τα τυφλά μάτια της γιαγιάς της μάνας μου,τα στεγνωμένα χέρια της που με ψηλαφούσαν με λαχτάρα κι όλες εκείνες τις φωνές που με προσφωνούσαν με γλύκα "Κατιρνούλα".
Όλα εκείνα τα βλέμματα που η απροσμέτρητη τρυφερότητά τους είχε στο βάθος της μια νότα απ'τη θλίψη μιας άλλοτε ορατής κι άλλοτε αιωρούμενης ορφάνιας.