Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Δρόμοι

Η Ασκληπιού κι η Ιπποκράτους και τα κόκκινα σαν κεράσια χειλάκια σου.
Είναι άδειοι αυτοί οι δρόμοι τώρα. Τους τυλίγει η σιωπή του απομεσήμερου.Κι η σιωπή του αμετάκλητου.
Αν ήσουν κάπως πιο σιωπηλός,ίσως και να μην με πείραζε τόσο,σκέφτομαι. 
Αν με ρωτάς, θα προτιμούσα να μην υπήρχαν πια αυτοί οι δρόμοι.
Ν' ἀνοιγε η γη και να τους κατάπινε,να 'ταν ένας κρατήρας η γειτονιά σου μαύρος,να μην υπήρχε τίποτα πια να δεις.

Όποτε ήθελες να δώσεις έμφαση,σταματούσες να περπατάς και γυρνούσες προς το μέρος μου.
Σ' έβλεπα να σμίγεις τα φρύδια σου για να δώσεις πιο σκληρή απόχρωση στο παιδικό σου πρόσωπο.
Έκανες και τη φωνή πιο μπάσα,τέντωνες κάπως και τους ώμους,τους δυο μαζί,κουνούσες τα χέρια εμφατικά,έπαιρνες στάση πολεμιστή. Σχεδόν πάντα συμφωνούσα μαζί σου. Όχι πως συμφωνούσα απαραἰτητα, μα ήσουν ένα τόσο μικρό,καλό,γλυκό,τρυφερό κι έξυπνο αγοράκι που σχεδόν δεν ήσουν του κόσμου τούτου και θα'ταν κρίμα να σε συνεριστώ. Αργά η γρήγορα θα καταλάβαινες και μόνος σου. Θα μεγάλωνες κάποτε ίσως. Ή ίσως κι όχι. Ήμουν,ούτως ή άλλως, περήφανη για σένα.


 


Mάταιος κόπος,πάντως η πόζα σου...
Αυτό το μικρό σκανταλιάρικο διάστημα ανάμεσα στα δοντάκια σου σε πρόδιδε,η ευγενική σου φωνή, τα γλυκά σου μάτια σε πρόδιδαν,η έλλειψη απο γωνίες στο πρόσωπο,μικρό γλυκό μου αγόρι που ήσουν το πιο αγαπημένο μου...
Σκέφτομαι και γελἀω,ένα βράδυ στον ιπποπόταμο που ακούγαμε αυτό απ'το kill Bill, "το καταχείμωνο"το έλεγες και γελούσες-περνούσε μια βραχνάδα στη φωνή σου με το γέλιο,με το πολύ γέλιο-κι όταν γυρίσαμε σπίτι ήσουν τόσο χαρούμενος που έβαλες το cd και μου πες να το χορέψουμε.
Και το χορέψαμε οι δυο μας γελώντας πριν πάμε για ύπνο σ'αυτό το σπίτι, σ'αυτό το δρόμο που δεν ξέρω πια αν θέλω να υπάρχει,αφού εσύ πια δεν υπάρχεις...