Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013


Ήταν ωραία,γιατί ήταν Σάββατο κι αγαπιὀμασταν.
Ξαπλώσαμε το μεσημέρι στο μεγάλο κρεββάτι οι δυο μας κι εκεί λίγο πριν με πάρει ο ύπνος,πριν βυθιστώ στη μακαριότητα,χωρίς καμια προειδοποίηση,απ'το πουθενά με χτύπησε μια εικόνα.

Με είδα σ'ένα βαγόνι στο μετρό,στην Αθήνα.
Είχε μόλις βραδιάσει ,το ξερα κι ας μην το βλεπα,και πάνω μου έπεφτε εκείνο το άσπρο,απρόσωπο φως που φώτιζε κι όλους τους άγνωστους κουρασμένους ανθρώπους γύρω μου μες στο βαγόνι,υπογραμμίζοντας το πόσο ξένοι ήμασταν κι όπως οι πόρτες ανοιγόκλεισαν στο "πανεπιστήμιο",
αναρωτήθηκα ξαφνικά πού πάω γιατί συνειδητοποίησα εκείνη μόλις τη στιγμή πως πήγαινα στου Φώτη.Αυτόματα κι αυτονόητα.
Και την αμέσως επόμενη στιγμή θυμήθηκα πως ο Φώτης πέθανε.
Δεν είναι εκεί.

Και τώρα πού πάω; σκέφτηκα
Τι γυρεύω εδώ;
Πού πάω μόνη μου στην Αθήνα;
Τί σκατά κάνω εδώ;
Πώς βρέθηκα στην κωλοΑθήνα;;
Τί να κάνω χωρίς το Φώτη; 


Όλα έγιναν κρύα,εχθρικά κι αφιλόξενα.
Ήμουν μόνη μου σ'ένα βαγόνι.
Μόνη,ολομὀναχη στον κόσμο,σαν να μην είχα πια κανένα συγγενή,κανένα φίλο,
μόνη,μόνη,μόνη εντελώς...

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Υ στέρηση των αστεριών




Δεν ομολογώ πόσο συχνά σε σκέφτομαι.
Αυτοί οι αποχωρισμοί αφήνουν υπενθυμίσεις στα κόκκαλα.
Σαν τους ρευματισμούς.
Όποτε αλλάζουν οι εποχές, ένας βύθιος πόνος μ'επισκέπτεται.
Θα έρθουν κι άλλοι αποχωρισμοί.
Γιαυτό γερνάνε οι άνθρωποι, γιατί φορτώνονται με υπομνήματα πόνου,σκέφτομαι.
Σου γράφω απο δω-δε νομίζω να με λαμβάνεις...
Αν έτρεχα πιο γρήγορα απο το φως όμως,αν απομακρυνόμουν απ'τη γη με πιο γρήγορη ταχύτητα απ'αυτή του φωτός,θα σ'έβλεπα ζωντανό κάπου,ε;
Στο γραφείο,ή στο σπίτι ή μπορεί μικρό να παίζεις στο χωριό.
Στο χωριό την είχαμε κάνει παρέα αυτήν τη σκέψη ένα βράδυ που κοιτούσαμε τα αστέρια πάνω σ'ένα λοφάκι και διαπιστώσαμε πως βλέπαμε το παρελθόν.
Πως τα αστέρια που βλέπαμε μάλλον δε θα υπάρχουν πια.
Κάτι θα ξέραν αυτοί οι αρχαίοι που ονομάτιζαν τ'αστέρια σύμφωνα με τους εκλιπόντες.
Τ΄αστέρια είναι του παρελθόντος τα φωτεινά ουράνια σώματα.Όχι;

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

ΟΙ ΕΞΟΡΙΣΤΟΙ ΤΩΝ ΚΟΥΖΙΝΩΝ

Το φως στην κουζίνα σου ανάβει. Χύνεται στο δρόμο το φως.
Το φως του πρώτου ορόφου.
Θα δίψασες ίσως.
Νιώθω παράξενα που το παρατήρησα μέσα απ'το αυτοκίνητο πριν φύγω στρίβοντας το τσιγάρο μου με τα φώτα σβηστά.
Σαν να σε παρακολουθούσα κρυφά.

Θα το έκανα, άραγε;
Θα σε παρακολουθούσα ποτέ στα κρυφά;

Μ'αρέσουν οι κουζίνες. 
Με τις μυρωδιές απ'τα φαγητά,τους ατμούς απ'τις κατσαρόλες,τα σταγονίδια του λαδιού που εκτινάσσονται απ'το τηγάνι και πετυχαίνουν τσουχτερά το ακάλυπτο δέρμα, το θόρυβο του απορροφητήρα,το κροτάλισμα των πιάτων στο νεροχύτη και το θρόισμα του νερού πάνω τους, τα νουλάπια με τα σκεύη που δε χρησιμοποιήθηκαν ποτέ, τα ντουλάπια με τα τάπερ,τα ντουλάπια με τα ποτήρια και τις κούπες,τα ντουλάπια με τις κατσαρόλες και τα ταψιά,τα συρτάρια με τις πετσέτες,τα συρτάρια με τα μαχαιροπήρουνα,τις κουτάλες,τους περίεργους αβγοκόφτες, τα σουρωτήρια και τα τιρμπουσόν,το ψυγείο με το αδιάλειπτο γουργούρισμα και το παράξενο φως όταν ανοίγει η πόρτα του τη νύχτα, τις μάνες που πίνουν ελληνικό και καπνίζουν με τις αδερφές και τις φίλες μιλώντας χαμηλόφωνα  τα μυστικά τους κι αποδιώχνοντας βιαστικά τα πιτσιρίκια που βουίζουν γύρω τους σαν μέλισσες που οσμίζονται τη γὐρη του συνομωτικού, τα γεύματα του τραπεζιού και τα βιαστικά πρωινά του πάγκου,τα ψίχουλα στο τραπεζομάντηλο,τα εγκατελειμμένα πιάτα στα τραπέζια της Κυριακής-μονάχα της Κυριακής-χάριν της σιέστας κι εξαιτίας του κρασιού.
Μ'αρέσουν οι κουζίνες.
Μου ζεσταίνουν τα σωθικἀ. Κι ίσως με μελαγχολούν.Σαν ένας τόπος απ'το παρελθόν.Χαμένος.
Σαν να μην τους ανήκω πια.
Μπορεί γιαυτό να μελαγχόλησα λιγάκι,έτσι όπως κοιτούσα απ' έξω τη  φωτισμένη σου κουζίνα.