Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

ilm estival

Δεν ήρθες έτος. Ούτε κι ο Παναγιώτης ήρθε.
Έμεινες Αθήνα. Είχες πολλές δουλειές, μια δίκη που δε σήκωνε αναβολή,συνεννοήσεις με πολλά υποσχόμενες αντίδικες κυρίες κ.λ.π.
Έχει πάλι αιέρωμα στον Κισλόσκι. Μόνο το δεκάλογο όμως,όχι όπως το 95.
Κι η γιορτή του μπαμπά πέτει,όπως και τότε,μέσα στο  εστιβάλ.Θυμάμαι η μαμά μας είχε μαλώσει που δεν γυρίσαμε νωρίς εκείνη τη μέρα. Δεν υπήρχαν και κινητά να μας ψάξει.Κάπως απορήσαμε, "μα αού έχει εστιβάλ..."θα σκετήκαμε
Πίναμε μπύρες στο Grotesque. Απο τις μεγάλες. Λούσιερ και oντέλ.

Έμεινες Αθήνα. Έ,δεν είναι κι άσχημα.Με τον Κώστα,τη Σάντυ,την Κατερίνα και τους λοιπούς.
Αυτοί θα λένε πως ήρθες Θεσσαλονίκη,βέβαια, και γιαυτό δεν εμανίστηκες στο "τσιν-τσιν"αυτές τις μέρες.Είδα μοναχά δυο ταινίες.
Ψάχνω στο ίντερνετ να βρω το πόστερ του 95 που'χα κολλημένο στη ντουλάπα μου τότε.
Αστείο να το βρίσκω σε μια τόση δα παραπομπή,ενώ τό'χα χρὀνια μπροστά στα μάτια μου

http://www.filmfestival.gr/film_festival/posters/36.htm

Κἀτι λείπει.

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013


Ήταν ωραία,γιατί ήταν Σάββατο κι αγαπιὀμασταν.
Ξαπλώσαμε το μεσημέρι στο μεγάλο κρεββάτι οι δυο μας κι εκεί λίγο πριν με πάρει ο ύπνος,πριν βυθιστώ στη μακαριότητα,χωρίς καμια προειδοποίηση,απ'το πουθενά με χτύπησε μια εικόνα.

Με είδα σ'ένα βαγόνι στο μετρό,στην Αθήνα.
Είχε μόλις βραδιάσει ,το ξερα κι ας μην το βλεπα,και πάνω μου έπεφτε εκείνο το άσπρο,απρόσωπο φως που φώτιζε κι όλους τους άγνωστους κουρασμένους ανθρώπους γύρω μου μες στο βαγόνι,υπογραμμίζοντας το πόσο ξένοι ήμασταν κι όπως οι πόρτες ανοιγόκλεισαν στο "πανεπιστήμιο",
αναρωτήθηκα ξαφνικά πού πάω γιατί συνειδητοποίησα εκείνη μόλις τη στιγμή πως πήγαινα στου Φώτη.Αυτόματα κι αυτονόητα.
Και την αμέσως επόμενη στιγμή θυμήθηκα πως ο Φώτης πέθανε.
Δεν είναι εκεί.

Και τώρα πού πάω; σκέφτηκα
Τι γυρεύω εδώ;
Πού πάω μόνη μου στην Αθήνα;
Τί σκατά κάνω εδώ;
Πώς βρέθηκα στην κωλοΑθήνα;;
Τί να κάνω χωρίς το Φώτη; 


Όλα έγιναν κρύα,εχθρικά κι αφιλόξενα.
Ήμουν μόνη μου σ'ένα βαγόνι.
Μόνη,ολομὀναχη στον κόσμο,σαν να μην είχα πια κανένα συγγενή,κανένα φίλο,
μόνη,μόνη,μόνη εντελώς...

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Υ στέρηση των αστεριών




Δεν ομολογώ πόσο συχνά σε σκέφτομαι.
Αυτοί οι αποχωρισμοί αφήνουν υπενθυμίσεις στα κόκκαλα.
Σαν τους ρευματισμούς.
Όποτε αλλάζουν οι εποχές, ένας βύθιος πόνος μ'επισκέπτεται.
Θα έρθουν κι άλλοι αποχωρισμοί.
Γιαυτό γερνάνε οι άνθρωποι, γιατί φορτώνονται με υπομνήματα πόνου,σκέφτομαι.
Σου γράφω απο δω-δε νομίζω να με λαμβάνεις...
Αν έτρεχα πιο γρήγορα απο το φως όμως,αν απομακρυνόμουν απ'τη γη με πιο γρήγορη ταχύτητα απ'αυτή του φωτός,θα σ'έβλεπα ζωντανό κάπου,ε;
Στο γραφείο,ή στο σπίτι ή μπορεί μικρό να παίζεις στο χωριό.
Στο χωριό την είχαμε κάνει παρέα αυτήν τη σκέψη ένα βράδυ που κοιτούσαμε τα αστέρια πάνω σ'ένα λοφάκι και διαπιστώσαμε πως βλέπαμε το παρελθόν.
Πως τα αστέρια που βλέπαμε μάλλον δε θα υπάρχουν πια.
Κάτι θα ξέραν αυτοί οι αρχαίοι που ονομάτιζαν τ'αστέρια σύμφωνα με τους εκλιπόντες.
Τ΄αστέρια είναι του παρελθόντος τα φωτεινά ουράνια σώματα.Όχι;

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

ΟΙ ΕΞΟΡΙΣΤΟΙ ΤΩΝ ΚΟΥΖΙΝΩΝ

Το φως στην κουζίνα σου ανάβει. Χύνεται στο δρόμο το φως.
Το φως του πρώτου ορόφου.
Θα δίψασες ίσως.
Νιώθω παράξενα που το παρατήρησα μέσα απ'το αυτοκίνητο πριν φύγω στρίβοντας το τσιγάρο μου με τα φώτα σβηστά.
Σαν να σε παρακολουθούσα κρυφά.

Θα το έκανα, άραγε;
Θα σε παρακολουθούσα ποτέ στα κρυφά;

Μ'αρέσουν οι κουζίνες. 
Με τις μυρωδιές απ'τα φαγητά,τους ατμούς απ'τις κατσαρόλες,τα σταγονίδια του λαδιού που εκτινάσσονται απ'το τηγάνι και πετυχαίνουν τσουχτερά το ακάλυπτο δέρμα, το θόρυβο του απορροφητήρα,το κροτάλισμα των πιάτων στο νεροχύτη και το θρόισμα του νερού πάνω τους, τα νουλάπια με τα σκεύη που δε χρησιμοποιήθηκαν ποτέ, τα ντουλάπια με τα τάπερ,τα ντουλάπια με τα ποτήρια και τις κούπες,τα ντουλάπια με τις κατσαρόλες και τα ταψιά,τα συρτάρια με τις πετσέτες,τα συρτάρια με τα μαχαιροπήρουνα,τις κουτάλες,τους περίεργους αβγοκόφτες, τα σουρωτήρια και τα τιρμπουσόν,το ψυγείο με το αδιάλειπτο γουργούρισμα και το παράξενο φως όταν ανοίγει η πόρτα του τη νύχτα, τις μάνες που πίνουν ελληνικό και καπνίζουν με τις αδερφές και τις φίλες μιλώντας χαμηλόφωνα  τα μυστικά τους κι αποδιώχνοντας βιαστικά τα πιτσιρίκια που βουίζουν γύρω τους σαν μέλισσες που οσμίζονται τη γὐρη του συνομωτικού, τα γεύματα του τραπεζιού και τα βιαστικά πρωινά του πάγκου,τα ψίχουλα στο τραπεζομάντηλο,τα εγκατελειμμένα πιάτα στα τραπέζια της Κυριακής-μονάχα της Κυριακής-χάριν της σιέστας κι εξαιτίας του κρασιού.
Μ'αρέσουν οι κουζίνες.
Μου ζεσταίνουν τα σωθικἀ. Κι ίσως με μελαγχολούν.Σαν ένας τόπος απ'το παρελθόν.Χαμένος.
Σαν να μην τους ανήκω πια.
Μπορεί γιαυτό να μελαγχόλησα λιγάκι,έτσι όπως κοιτούσα απ' έξω τη  φωτισμένη σου κουζίνα.


Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Άνθρωποι και ποντίκια

"Αυτή η γυναίκα πρέπει νά 'χει πονέσει πολύ..."
(πρίγκηπας Μισκιν)

Οι άνθρωποι που αγάπησα είχαν πάντα λίγη θλίψη στο βλέμμα. Λίγο ή περισσότερο πόνο μπολιασμένο στις κόρες των ματιών. Τόσο,ώστε να μην τον εντοπίζει το άπειρο μάτι.
Τόσο,όσο να μη σου γεννούν συμπονοια,μα να ξέρουν να είναι συμπονετικοί.
Τρυφεροί στην αφή κι άφοβα φοβισμένοι.

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Δρόμοι

Η Ασκληπιού κι η Ιπποκράτους και τα κόκκινα σαν κεράσια χειλάκια σου.
Είναι άδειοι αυτοί οι δρόμοι τώρα. Τους τυλίγει η σιωπή του απομεσήμερου.Κι η σιωπή του αμετάκλητου.
Αν ήσουν κάπως πιο σιωπηλός,ίσως και να μην με πείραζε τόσο,σκέφτομαι. 
Αν με ρωτάς, θα προτιμούσα να μην υπήρχαν πια αυτοί οι δρόμοι.
Ν' ἀνοιγε η γη και να τους κατάπινε,να 'ταν ένας κρατήρας η γειτονιά σου μαύρος,να μην υπήρχε τίποτα πια να δεις.

Όποτε ήθελες να δώσεις έμφαση,σταματούσες να περπατάς και γυρνούσες προς το μέρος μου.
Σ' έβλεπα να σμίγεις τα φρύδια σου για να δώσεις πιο σκληρή απόχρωση στο παιδικό σου πρόσωπο.
Έκανες και τη φωνή πιο μπάσα,τέντωνες κάπως και τους ώμους,τους δυο μαζί,κουνούσες τα χέρια εμφατικά,έπαιρνες στάση πολεμιστή. Σχεδόν πάντα συμφωνούσα μαζί σου. Όχι πως συμφωνούσα απαραἰτητα, μα ήσουν ένα τόσο μικρό,καλό,γλυκό,τρυφερό κι έξυπνο αγοράκι που σχεδόν δεν ήσουν του κόσμου τούτου και θα'ταν κρίμα να σε συνεριστώ. Αργά η γρήγορα θα καταλάβαινες και μόνος σου. Θα μεγάλωνες κάποτε ίσως. Ή ίσως κι όχι. Ήμουν,ούτως ή άλλως, περήφανη για σένα.


 


Mάταιος κόπος,πάντως η πόζα σου...
Αυτό το μικρό σκανταλιάρικο διάστημα ανάμεσα στα δοντάκια σου σε πρόδιδε,η ευγενική σου φωνή, τα γλυκά σου μάτια σε πρόδιδαν,η έλλειψη απο γωνίες στο πρόσωπο,μικρό γλυκό μου αγόρι που ήσουν το πιο αγαπημένο μου...
Σκέφτομαι και γελἀω,ένα βράδυ στον ιπποπόταμο που ακούγαμε αυτό απ'το kill Bill, "το καταχείμωνο"το έλεγες και γελούσες-περνούσε μια βραχνάδα στη φωνή σου με το γέλιο,με το πολύ γέλιο-κι όταν γυρίσαμε σπίτι ήσουν τόσο χαρούμενος που έβαλες το cd και μου πες να το χορέψουμε.
Και το χορέψαμε οι δυο μας γελώντας πριν πάμε για ύπνο σ'αυτό το σπίτι, σ'αυτό το δρόμο που δεν ξέρω πια αν θέλω να υπάρχει,αφού εσύ πια δεν υπάρχεις...


Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Συνταγή για χειραγώγηση

Αν θέλεις να εξοντώσεις έναν άνθρωπο ηθικά,βάλ'τον να επιλέξει αναμεσα σε πράγματα απο τα οποία κανένα δεν επιθυμεί κι έπειτα κατάστησέ τον υπεύθυνο για την επιλογή του.

Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Αθήνα




Μου λείπεις σήμερα.
Ακούς;
Θέλω να σου πω!
Θέλω να σου τα πω όλα.
Έχω να σου πω πράμα.
Ακούς;
Θέλω να σου πω πως ήρθε το καλοκαίρι κι έφυγα εγώ.
Πάλι.
Όλο χάλια ήμασταν τα καλοκαίρια.
Μ'έπαιρνες απ'το γραφείο,εγώ καθόμουν στο μπαλκόνι.Κοντά στο σούρουπο.
Θυμάμαι που μιλούσαμε πέρυσι το καλοκαίρι. Έπινα κάτι-εσύ έπρεπε να δουλέψεις λίγο ακόμα...
Μου είχες στείλει κάποτε ένα μικρό γράμμα-μαζί μ'εκείνο το σιντί που δεν έβρισκα πουθενά κι εσύ κατάφερες να το κατεβάσεις ΜΕ εξώφυλλο-που τέλειωνε με τόση πίκρα.
Με την πίκρα σου της Αθήνας τον Αύγουστο...

Την Κυριακή κατέβασα τα στόρια το βράδυ εντελώς.Δεν έμπαινε ακτίνα.
Μετά έκλεισα και την πόρτα της κρεββατοκάμαρας.
Πίσσα σκοτάδι.
Την κλείδωσα κιόλας για να ασφαλίσω το σκότος ίσως κι όταν ξάπλωσα σκέφτηκα:
" Έτσι να'σαι τώρα;
   Έτσι νά'ναι; 
   Να'ναι έτσι; "
Κοιμήθηκα χωρίς όνειρα.
Πάλι.
Το νερό στο ποτήρι σου έχει εξατμιστεί όλο.
Προσπάθησα να κλέψω λίγο,να κερδίσω χρόνο,το σκέπασα με κάτι,
αλλά παρόλαυτά εξατμίστηκε.
Τώρα;
Τι;


Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Παλαιά Διαθήκη

Ατέλειωτα ξενυχτώ.
Πίνω και δεν πληρώνω.
Φυλάω τα νομίσματά μου.
Είναι λιγοστά και χάρτινα.
Τα φυλάω για μένα.
Δεν έχω λόγο να τα ξοδέψω.
Διαθέτω παρόν.
Δυσεύρετο προϊόν.
Βροχή,λοιπόν, τα κεράσματα.
Δεν έχω αντίρρηση.
Να πάρω κάτι.
Μια κρύα πείρα,μια ζεστή σοκολάγνα,
αν και τα βρίσκω λίγο άνοστα τώρα
που εσύ,το ξέρεις και το θες,
απο το δέρμα των χειλιών σου
να μου δώσεις παρόν.

Παρόν αντί παρόντος-επί του παρόντος.



Σάββατο 4 Μαΐου 2013

Δεύτε/Λάβετε

Στη χώρα μου δεν υπάρχει μόνο η Ανάσταση.
Κυρίως υπάρχουν οι Καταστάσεις.
Και Διαστάσεις διάφορες.
Αναστήματα κατ'αναλαμπές,
καταστήματα με τις έγνοιες τους
και  διαστήματα.
Κατά τις στάσεις τα αιτήματα.

Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Μεγάλη Βδομάδα


Θα ήθελα να πήγαινα στο χωριό.
Και να ταξίδευα στο χρόνο να βγάλω μερικές φωτογραφίες.
Τις ρόδες του αυτοκινήτου μας να σταματάν το μεσημέρι της Μεγάλης Πέμπτης, μπροστά στο μαγαζί της θείας.
Τον ήλιο,την ησυχία και τη σκόνη.
Τα ξαδέρφια μου έτοιμα να ξεπεταχτούν από όλες τις γωνιές με τα όμορφα παιδικά τους πρόσωπα.Πώς γίνεται να'ταν όλα τόσο όμορφα;
Το τραχύ γυριστό πέτρινο κομμάτι της στενής ανηφόρας από τον κεντρικό στο σπίτι της Χριστίνας,τα μεγάλα στενά σκαλιά με το ασβέστινο περίγραμμα για το σπίτι της γιαγιάς και του θείου του Ηλία.
Τον κάμπο με τους νάρκισσους,το δρόμο για το μαντρί του θειού του Βασίλη,
μια λεύκα στο πουθενά ολομόναχη,τα τυφλά μάτια της γιαγιάς της μάνας μου,τα στεγνωμένα χέρια της που με ψηλαφούσαν με λαχτάρα κι όλες εκείνες τις φωνές που με προσφωνούσαν με γλύκα "Κατιρνούλα".
Όλα εκείνα τα βλέμματα που η απροσμέτρητη τρυφερότητά τους είχε στο βάθος της μια νότα απ'τη θλίψη μιας άλλοτε ορατής κι άλλοτε αιωρούμενης ορφάνιας.






Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Λουλουδάκι


" Είτε βραδιάζει, είτε φέγγει μένει λευκό το γιασεμί"
κι ό,τι κι αν σου είπα,εξίσου σ'εμένα το απευθύνω...







Κυριακή 14 Απριλίου 2013

The burial of the dead


Frisch weht der Wind
der Heimat zu.
mein Irisch Kind,
wo weilest du?

Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Ο ιδιωτικός μας βίος


Μέγα το μυστήριο αυτών που αναδεύονται μέσα σου,όταν η άμυνα του αυτονόητου κοιμάται.
Όταν κοιτάζουν μάτια με καθαρό ασπράδι τα σπασμένα κόκκινα αγγεία στα δικά σου μάτια.


 


Το adagietto του Mahler στο σαλόνι.
Ατέλειωτες ώρες στο μπαλκόνι της βροχής.
Τα ματαιωμένα ταξίδια κι οι λεκέδες από Limoncello στο τραπέζι.
Μ'αρέσαν αυτοί οι λεκέδες. Στο είπα;
Και μ'αρέσει που φαλτσάρει η φωνή σου.
Και θα'θελα να σε προσέχω όλο το βράδυ.
Αλήθεια.
Το ξέρω πως ήπιες πολύ.
Μη μου κακιώνεις.
Θα'θελα να σου χαϊδεύω το μέτωπο μέχρι να ξεχαστείς,μα πρέπει να κοιμηθώ,γιατί αύριο δουλεύω και στη δουλειά μου δεν επιτρέπεται το τρέμουλο.
Το τρέμουλο στα χέρια,εννοώ.
Πρέπει να καταλάβεις πως υπἀρχουν και θέματα πρακτικά...
Η δουλειά.
Έχω ενηλικιωθεί απ'αυτήν την άποψη πια και δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.
Εσύ μην κάνεις το ίδιο,αν δεν είναι απαραίτητο.
Αν μπορείς, καλύτερα μην το κάνεις.
Ο ιδιωτικός μας βίος.

Στους κοντινούς μου ανθρώπους προκαλώ την αμηχανία που έχω μέσα μου.
Ξέρεις.Η σάλα με τους καθρέφτες.
Καθένας ολομόναχος με τα πολλαπλά του είδωλα.

Τι κάνεις;
Εγώ προετοιμάζομαι.
Έτσι νομίζω πως πρέπει να γίνει.
Αν και σκέφτομαι -με αφορμή το adagietto-πως μπορεί στο ενδιάμεσο να πεθάνω ανύποπτα στη βάρκα μου κοιτώντας σε από μακρυά.

Σε βλέπω παντού και χαζεύω απ'το παράθυρο το άσπρο των ματιών σου με τις ώρες.

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑ


Σήμερα ήρθε η άνοιξη.
Τεντώθηκε η μέρα-άλλαξε η ώρα προς το συμφέρον της-βγήκε ο ήλιος και ζέστανε.
Όμως εγώ μελαγχόλησα πολύ,όπως μελαγχολεί κανείς όταν κάθεται μόνος το σούρουπο στο μπαλκόνι κι ακούει τα χελιδόνια να ανακρώζουν το τέλειωμα της μέρας.
Σε σκέφτηκα στο σπίτι σου. Πήρα κι ένα Johnnie για να το βλέπω πάνω στο τραπέζι μου όπως θα
τό 'βλεπα πάνω στο δικό σου τραπέζι και σε βλέπω να κάθεσαι σπίτι σου,όπως κάθομαι κι εγώ στο δικό μου.
Σε βλέπω σαν μια κάμερα. Βλέπω το φως να λιγοστεύει απ'έξω,ξέρω το φως που έχεις μέσα.
Και κάθεσαι μόνος σου. Στο μυαλό μου.
Μ'ένα σωρό πράγματα στο μυαλὀ.Κι άμα σε πάρω-άμα ήσουν εκεί όντως κι όχι μόνο στο μυαλό μου-σήμερα θα μου μιλούσες με τη σπασμένη σου φωνή...
Με τη θλίψη σου στις παύσεις. Με τη γλυκιά σου φωνή που υπάρχει μόνο στο μυαλό μου τώρα και σήμερα λέει:
  "Δεν ξέρω,Ρινούλα...Ίσως να θέλαμε πάντα να διαφεύγουμε...Ίσως είχαμε τους τρόπους να το κάνουμε... Ίσως να μη θέλαμε να προσαρμοστούμε...Όμως,δεν το θελήσαμε; Ή δεν το μπορέσαμε;
Δεν ξέρω..."
Έτσι λέει. Στο πρώτο πληθυντικό πάντα. Αλλά στο μυαλό μου.
Γιατί στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο ο ενικός.
(Άλλα όπως θά'λεγες σίγουρα κι εσύ και θ'αρχίζαμε άλλη κουβέντα μιαν άλλη φορά
"Ποια είναι η πραγματικότητα,τελικα;")

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013






40 ΧΩΡΙΣ

Γύρισα.
Όλα στη θέση τους εδώ.
Στην Αθήνα μας επισκέφτηκε η άνοιξη.
Ενοχλητικά ανέμελη. Σαν δεκαεξάχρονο κοριτσάκι που γελάει δυνατά μιλώντας στο κινητό δίπλα σου την ώρα που θέλεις ησυχία για να χαζέψεις απ'το παράθυρο.

Στο μεσαίο δωμάτιο έχει μείνει απ'την Πρωτοχρονιά το ποτήρι με το νερό σου.Παρατηρώ την πτώση της στάθμης του.Εξατμίζεται. Έχει ακόμα κάμποσο. Δεν ξέρω τι θα κάνω άμα εξατμιστεί όλο.
Δεν μ'αρέσει να το σκέφτομαι.Θα δω τότε τι θα κάνω.

Απ'το σπίτι της Κατερίνας φαινόταν ο ουρανός.Πολύς ουρανός. Όλο αναρωτιόμουν τι ώρα να'ναι και συμπέραινα πως η μέρα μεγάλωσε.Αργούσε πολύ να νυχτώσει.
Ανέμελη η άνοιξη.Την Κυριακή μ'ενόχλησε πιο πολύ.Είναι κι ο συνδυασμός με τη μέρα. Η γαμημένη η Κυριακή και η πουτάνα η άνοιξη και χωρίς. Στην Αθήνα χωρίς.










Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Ο Φώτης,εἰπαν,πέθανε

Σου έδωσα κάτι φόρμες μου να φορέσεις.
Ήμασταν ζαλισμένοι απ΄το ουίσκι και τη νύστα.
Τελικά φορεσες μόνο το πάνω που ἠταν μαὐρο κι είχε μια χρυσή λωρίδα κατα μήκος του μανικιού κι απο κάτω έμεινες με το μαύρο σώβρακο.
Σου ήταν εφαρμοστό κι ήσουν αναμαλλιασμένος-όταν σε κοίταξα μού'ρθε να βάλω τα γέλια γιατί φαινόσουν πολὐ trendy και πολύ gay,both so unlike you,αλλά ήμασταν θανάσιμα νυσταγμένοι και δεν είχα το κουράγιο να στο πω,ούτε κι εσύ θά'χες το κουράγιο να γελάσεις.
Με φίλησες και μου'πες "καληνύχτα,Ρινούλα μου"και μισόκλεισες την πόρτα-μετά σηκώθηκες να πἀρεις ενα ποτήρι νερό- και πέσαμε για ύπνο κι εγώ σκεφτόμουν,τώρα να δεις ο καργιόλης θα δει κανα γαμάτο όνειρο κι εγώ τίποτα και σε φθονούσα κρυφά και το πρωί φυσικά είχες ένα όνειρο γεμάτο καταδιώξεις και μυστήρια να μου πεις κι εγω δεν είχα δει τίποτα και σου΄λεγα  ενώ μου διηγιόσουν "Το΄ξερα,ρε γαμώτο!" κι εσύ γελούσες.
Και ξέρεις κάτι;
Πάντα σε ζήλευα που είχες όνειρα-εκτός του να τα βλέπεις- κι εγώ δεν είχα.
Και σου μιλούσα καμια φορά σαν αυστηρή μαμά,ενώ εσύ ποτέ δεν με μάλωνες.
Ποτέ. Ούτε μισή φορά δεν μ'είχες μαλώσει,ενώ εγώ εκνευριζόμουν με τις παλινδρομήσεις σου στην εφηβεία.
Και τώρα εσύ είσαι στο διάστημα κι εγώ ακόμα στη γη.
Κι ακόμα κι αν κάψω το συκώτι μου,δε θα σε βρω πουθενά.